- εφυγραίνω
- (Α ἐφυγραίνομαι) [έφυγρος]μέσ. εφυγραίνομαιγίνομαι υγρός στην επιφάνεια, νοτίζομαι, υγραίνομαι από πάνωνεοελλ.κάνω υγρή την επιφάνεια κάποιουαρχ.ιατρ. (για την κοιλία και τα έντερα) ελαφρύνομαι, εκλύομαι.
Dictionary of Greek. 2013.